Γυρίζοντας στην Ελλάδα ύστερα από ένα χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από 40 χρόνια, όπου είχα φοιτήσει στην τελευταία τάξη ενός αμερικάνικου γυμνασίου και είχα αποφοιτήσει, ένοιωθα βέβαια μια βαθιά νοσταλγία για όσα είχα αφήσει πίσω μου και χαιρόμουν που θα τα ξανάβρισκα. Ωστόσο, ο ένας αυτός αμερικάνικος χρόνος, με είχε σημαδέψει. Με πολλά καλά. Και –όπως αποδείχτηκε στην πορεία- με άλλα τόσα και περισσότερα κακά.
Είχα γοητευτεί από την Αμερική. Ήμουν 16 χρονών παιδί. Ήταν λογικό. Είδα τηλεόραση, ήπια κόκα-κόλα, έφαγα χοτ ντογκ και χάμπουργκερ, πήρα μέρος σε όλες τις σχολικές αθλητικές ομάδες κάτω από πολύ καλές συνθήκες, κυκλοφόρησα με τεράστια αυτοκίνητα, έβγαινα ραντεβού με διαφορετική κοπέλα κάθε Σάββατο, περπάτησα επί ώρες και πολλές φορές στους δρόμους της Νέας Υόρκης και θαμπώθηκα… Έκανα τόσα πράγματα που στην Ελλάδα δεν είχα κάνει και μου άρεσαν τόσο πολύ ώστε επιστρέφοντας, άρχισαν να μου λείπουν. Μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο, στην Αθήνα κι αρχίζοντας να δουλεύω όπου μπορούσα και όπου έβρισκα για το χαρτζιλίκι μου, άρχισα να κάνω συγκρίσεις. Το χειρότερο και μικρότερο Πανεπιστήμιο που είχα επισκεφτεί στην Αμερική ήταν σκάλες ανώτερο από το δικό μας. Και τα χοτ ντογκ ήταν καλύτερα από τα σουβλάκια. Αλλά κάθε φορά που έκανα συγκρίσεις, μια σκηνή που είχα ζήσει στην πρώτη μου μέρα στο αμερικάνικο σχολείο δεν μπορούσε να φύγει από το νού μου. Με είχαν παρουσιάσει επίσημα στους 1500 μαθητές του σχολείου, στο καταπράσινο στάδιο, υπό τους ήχους μιας θαυμάσιας μπάντας που έπαιζε εμβατήρια πολύ καλύτερα απ΄ αυτά που ήξερα και άκουγα στις δικές μας γιορτές. Αλλά όταν ήρθε η ώρα της παρουσίασης και με ανέβασαν στην ειδική εξέδρα, μπροστά στα 1500 αμερικανάκια που με χειροκροτούσαν, ο καθηγητής που είχε αναλάβει την παρουσίαση είπε κατά λέξη : «Υποδεχόμαστε με αγάπη τον Ντιμίτριους που μας έρχεται από τη μακρινή Αθήνα, στην Ελλάδα, που βρίσκεται στην Αφρική και όπου όπως όλοι ξέρετε, οι άνθρωποι φορούν χλαμύδες και σανδάλια. Καλώς όρισες Ντιμίτριους στον πολιτισμό». Στην αρχή, τότε, το είχα αντιμετωπίσει ως χιούμορ. Αλλά δεν ήταν. Και η πλύση εγκεφάλου που υπέστην επί ένα χρόνο άρχισε να μου «βγαίνει» 2-3 χρόνια μετά την επιστροφή μου. Τα έλεγαν σοβαρά αυτά που έλεγαν. Δεν μας ήξεραν ΚΑΘΟΛΟΥ. Σε σημείο ώστε να μείνουν με ανοιχτό το στόμα όταν τους είπα ότι παίζω μπάσκετ και κολυμπάω πεταλούδα! Έμαθα πολλά από τον ένα χρόνο μου στην Αμερική και όσα έμαθα, τα κράτησα. Και τα καλά σχολεία και το σωστό πρόγραμμα και την πειθαρχία και τον αθλητισμό στο σχολείο και τις αμερικανικές παραδόσεις, θρησκευτικές, οικογενειακές και εθνικές που τιμούσαν με σεβασμό και το σεβασμό στους ηλικιωμένους και τη σωστή οδήγηση στους δρόμους… Όλα τ΄ άλλα…άστα να πάνε. 6.000 16χρονα παιδιά απ΄ όλο τον κόσμο είχαν πάει μαζί μου στην Αμερική για ένα χρόνο μ ένα Αμερικανικό πρόγραμμα Υποτροφιών. 5.000 την προηγούμενη χρονιά, 7.000 την επόμενη, 8.000 τη μεθεπόμενη…πόσοι απ΄ αυτούς ένοιωθαν σαν κι εμένα; Σήμερα, σαράντα πέντε τόσα χρόνια μετά, έχω ακόμη στο μυαλό μου αυτά που είχε πει ο καθηγητής στην τελετή υποδοχής μου. Έτσι μας έβλεπαν. Αυτό μας θεωρούσαν εμάς τους Έλληνες. Αφρικανούς της δεκαετίας του ’60 που ξαφνικά, θα πετούσαν τις χλαμύδες και θα γνώριζαν τον …πολιτισμό της τηλεόρασης , της κόκα κόλα και του χοτ ντογκ. Δεν μας αναγνώριζαν τότε, δεν μας αναγνωρίζουν και σήμερα. Και δυστυχώς, φταίμε κι εμείς. Έλληνας πρωθυπουργός δεν ήταν αυτός που επίσημα, από το βήμα της Βουλής ευχαριστούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες για τον τρόπο που είχαν αντιμετωπίσει τη φρικτή εκείνη προδοσία στα Ίμια; Έλληνας πρωθυπουργός με διπλό διαβατήριο και βαφτισμένος «Τζέφφρυ» δεν ήταν αυτός που μας διαβεβαίωνε ότι «λεφτά υπάρχουν» τη στιγμή που η χώρα άγγιζε ήδη τη χρεοκοπία; Μου χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αποτινάξω από πάνω μου το «ζυγό» που μου είχαν ύπουλα τοποθετήσει στις 16χρονες πλάτες μου όλοι εκείνοι που σχεδίαζαν το μέλλον της πατρίδας μου και των αδελφών μου Ελλήνων. Μου χρειάστηκαν περισσότερα χρόνια μέχρι να καταλάβω την ουσία της έννοιας «Αμερικανική Δημοκρατία», βλέποντας την ισχύ του ξένου παράγοντα να «οργώνει» την Ελλάδα. Μου χρειάστηκαν ακόμη περισσότερα χρόνια μέχρι να καταλάβω ότι κινιόμαστε όλοι πάνω σε μια τεράστια σκακιέρα. Κι ότι ένας είναι ο βασιλιάς, μία η βασίλισσα, δυο οι αξιωματικοί, δυο τα άλογα δυο οι πύργοι κι όλοι οι άλλοι είναι απλά στρατιωτάκια. Αργά ίσως αλλά σταθερά, τους « έβγαλα από επάνω μου». Κι αυτούς και τους συμμάχους, συνεταίρους και συνενόχους τους. Και σας διαβεβαιώνω ότι δεν γουστάρω κανέναν τους πια. Εύχομαι το ίδιο κι εσείς. Εμείς είμαστε Έλληνες. Κι όταν εμείς φορούσαμε χλαμύδα, εκείνοι δεν υπήρχαν ούτε στα όνειρα των προγόνων τους. Αν είχαν καν προγόνους.