29.10.2012,

Από τον Θρίαμβο του 1940, στην Τριπλή Κατοχή και την Καταστροφή. Του Σπύρου Χατζάρα

Στείλτο Email

Το Έπος του ΟΧΙ , που γράφτηκε το 1940 στην Πίνδο και στα βουνά της Βορείου Ηπείρου μεταδόθηκε στη δική μου μεταπολεμική γενιά προφορικά από τους γονείς μας. 

Άκουσα για το Αργυρόκαστρο, την Κλεισούρα, την Κορυτσά, τη Χειμάρα από τη μάννα και τον πατέρα μου, και όχι από το ραδιόφωνο και το σχολείο. Κάθε ελληνικό σπίτι, κάθε οικογένεια άλλωστε μετέφερε στα παιδιά της, τη δική της ιστορική εμπειρία για την πανεθνική και παλλαϊκή προσπάθεια.
Με αυτούς τους οικογενειακούς μύθους μεγαλώσαμε. Με τις φωτογραφίες των θείων από το μέτωπο. Με τον θείο Τάκη που έπαθε κρυοπαγήματα και του έκοψαν τα πόδια. Με τον «δικό μας» Ναυπλιώτη στρατηγό της 1ης Μεραρχίας Βασίλειο Βραχνό.. (1887-1971).Και με αυτές τις εικόνες στο μυαλό πηγαίναμε γεμάτοι υπερηφάνεια στην «Παρέλαση».
Όμως χρόνια μετά τον «μύθο», άρχισαν τα «πολιτικά ερωτήματα» που ακόμα με απασχολούν. Όχι επειδή ψάχνω να διορθώσω την Ιστορία αλλά επειδή η εμπειρία μας δείχνει ότι για όλα υπάρχει και άλλος δρόμος.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν μπορούσε μετά την νίκη στην Ήπειρο, να υπάρξει πολιτική λύση και να αποφευχθεί η σύγκρουση με την Γερμανία και η τριπλή κατοχή πού ακολούθησε, μαζί με την πείνα της Κατοχής και την συνακόλουθη κομμουνιστική πανούκλα.
Έως το 1939 ή μοναδική ορατή απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας ήταν η Βουλγαρία και για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε η «γραμμή Μεταξά». Για να αμυνθούμε έναντι των Βουλγάρων. Στις 7 Απριλίου 1939 τα Ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αλβανία, ο βασιλιάς της οποίας Ζώγου και η κυβέρνησή του καταφεύγουν στην Ελλάδα. Έκτοτε η Ελλάδα , παρότι το Εθνικό μας συμφέρον ήταν να παραμείνουμε ουδέτεροι, άρχισε να ετοιμάζεται για τον πόλεμο με την Ιταλία. Στη γραμμή Πίνδος-Ελαία-Καλαμάς έγιναν έργα αμυντικής οργάνωσης του εδάφους.
Με λίγα σχετικά χρήματα (1.000.000 δρχ.) που διατέθηκαν το 1939 κατασκευάσθηκαν , χαρακώματα για «ορθίως βάλλοντας» προστατευόμενα με συρματοπλέγματα, αντιαρματικές τάφροι και αντιαρματικά φράγματα από σιδηροτροχιές, και χτίστηκαν  θέσεις πυροβόλων, ενισχυμένα πολυβολεία και θέσεις πολυβολείων μέσα σε βράχους, σκέπαστρα πεζικού και πυροβολικού.
Η ουδετερότητα της Ελλάδος ωστόσο δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΑΘΕΑΤΩΝ που φρόντισαν με τους πράκτορες τους, Μουσολίνι (που ήταν στο «μισθολόγιο» από το 1917) και Τσιάνο (που έπαιρνε οδηγίες με ασύρματο μέσα στο υπουργείο του) να εξαπολυθεί η «ηλιθία», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Χίτλερ, εκστρατεία των Ιταλών για την κατάληψη της «μικρής Ελλάδας, που έκανε το αυτονόητο όπως το διετύπωσε ο Εθνάρχης Ιωάννης Μεταξάς : «Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει. Έστω και χωρίς ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει.»
Η ιταλική διοίκηση υποτίμησε τον αντίπαλο της και αιφνιδιάστηκε από την πείσμονα ελληνική άμυνα, και αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο για την τελική ιταλική ηττα.
Ο βασικός παράγοντας της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΙΚΗΣ ήταν το υψηλό μαχητικό φρόνημα του έλληνα στρατιώτη που φάνηκε στις μάχες σώμα με σώμα με την ξιφολόγχη , όπως στο ύψωμα της Γκραμπάλας. Ετσι άλλαξαν οι συσχετισμοί και το θαύμα των Ελλήνων έγινε.
Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου η Επίθεση είχε ανακοπεί και άρχισε η αντεπίθεση. Με προέλαση μέσα στα χιόνια απελευθερώθηκε η Κορυτσά στις 22 Νοεμβρίου. Και η εποποιία συνεχίστηκε. Στις 6 Δεκεμβρίου οι Άγιοι Σαράντα, στις 9 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο και στις 22 Δεκεμβρίου 1940 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Χειμάρα. Στις 18 Ιανουαρίου ασθένησε ο Ιωάννης Μεταξάς. Και απεβίωσε δέκα μέρες μετά, στην οικία του στην Κηφισιά, στις 6 τα χαράματα της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1941, σε ηλικία 70 ετών, την 94η ημέρα του πολέμου.Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε. «Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ενεφάνισε προ δέκα ημερών, ήτοι το προπαρελθόν Σάββατον, φλεγμονήν του φάρυγγος, ήτις κατέληξεν εις απόστημα παραμυγδαλικόν. Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν, και απέθανεν σήμερον, 6 π.μ.».
Εδώ λοιπόν παίχθηκαν όλα. Από τη Νίκη και τον Θρίαμβο, και την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, περάσαμε στην Ήττα, και στην τριπλή κατοχή. Το ερώτημα είναι αν υπήρχαν οι δυνατότητες για μια διπλωματική λύση για την αποτροπή της γερμανικής επίθεσης. Ο
Τσώρτσιλ σε σημείωμα του προς τον Υπουργό τ των Εξωτερικών Ηντεν έγραφε στις 6 Μαρτίου 1941: «… η απώλεια της Ελλάδος δεν αποτελεί καθόλου συμφορά για μας, αρκεί η Τουρκία να κρατήσει έντιμον ουδετερότητα».
Ο ευρισκόμενος τότε στη Γαλλία στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, στη γνωστή του επιστολή της 16ης Ίουλίου 1941, προς τον πρεσβευτή της «Βασιλικής κυβερνήσεως», στο Βισύ, αναφέρει ότ,ι στο τέλος του Νοεμβρίου του 1940 πληροφορήθηκε βασίμως, ότι υπήρχε έδαφος διευθετήσεως τής Ιταλοελληνικής συρράξεως με την μεσολάβηση της Γερμανίας, και ότι κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να «ωθήσει» προς μίαν άπ’ ευθείας συνεννόηση μετά τής Κυβερνήσεως Μεταξά, η οποία άρχισε τον Δεκέμβριο του 1940. Ο Πλαστήρας, και μετά τον θάνατο του Μεταξά συνέχισε τις προσπάθειες του για να πείσει την Κυβέρνηση Κορυζή να επιδιώξει την προτεινομένη εκ μέρους τής Γερμανίας διευθέτηση τής Ιταλοελληνικής συρράξεως.
Αυτό λοιπόν είναι το ιστορικό και πολιτικό ερώτημα. Μπορούσε να αποφευχθεί ο πόλεμος με την Γερμανία; Γιατί δεν έγινε αυτό και ποιοι έφταιγαν;
Μπορούσαμε να κρατήσουμε τον θρίαμβο και να αποφύγουμε την καταστροφή;